ἔτρωσεν

ἔτρωσεν
τιτρώσκω
wound
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”